μεταχείρισις

μεταχείρισις
μεταχείρισις
handling
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταχειρίσει — μεταχείρισις handling fem nom/voc/acc dual (attic epic) μεταχειρίσεϊ , μεταχείρισις handling fem dat sg (epic) μεταχείρισις handling fem dat sg (attic ionic) μεταχειρίζομαι take in hand fut ind mp 2nd sg μεταχειρίζω take in hand aor subj act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχειρίσεις — μεταχείρισις handling fem nom/voc pl (attic epic) μεταχείρισις handling fem nom/acc pl (attic) μεταχειρίζω take in hand aor subj act 2nd sg (epic) μεταχειρίζω take in hand fut ind act 2nd sg μεταχειρίζω take in hand aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχειρίσεσι — μεταχείρισις handling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχειρίσεσιν — μεταχείρισις handling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχείρισιν — μεταχείρισις handling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχείριση — η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) [μεταχειρίζομαι] χρησιμοποίηση, χρήση νεοελλ. τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον μσν. 1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας 2. σφετερισμός, οικειοποίηση 3. εγχείρημα, επιχείρηση 4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Αλίκη — (Κέρκυρα 1917 –). Νομικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου της Γενεύης. Το 1976 εξελέγη καθηγήτρια της… …   Dictionary of Greek

  • Μαραγκοπούλου-Γιωτοπούλου, Αλίκη — (Κέρκυρα 1917 –). Νομικός, εγκληματολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Ρώμης στον τομέα της εγκληματολογίας. Το 1976 εξελέγη τακτική καθηγήτρια στην έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίσεων — μεταχειρίσεω̆ν , μεταχείρισις handling fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχειρίσεως — μεταχειρίσεω̆ς , μεταχείρισις handling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”